- μεταβλητικῇ
- μεταβλητικόςforfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταβλητική — μεταβλητικός for fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Меновая торговля — • Μεταβλητική, вообще всякая обмена товаров, денег и работы, т. е. ε̉μπορία, τοκισμός, μισθαρνία … Реальный словарь классических древностей
μεταβλητικός — μεταβλητικός, δωρ. τ. μεταβλατικός, ή, όν (Α) [μεταβλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταβολή ή ο ικανός να επιφέρει μεταβολή 2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός 3. αυτός που έχει σχέση με την ανταλλαγή, με τη συναλλαγή 4.… … Dictionary of Greek